- φανία
- φᾱνία , φανίονeye-salvesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλοφανία — ὁπλοφανία, ἡ (Α) επίδειξη όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + φανία (< φανής < φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. εμ φανία] … Dictionary of Greek
CEI — incolae Insul. Ceae, quam post mortem Actaeonis tenuisse Aristaeum, consentiunt Auctores. Virg. l. 1. Georg. v. 14. et cultor nemorum, cui pinguia Ceae Tercentum nivei toudent dumeta iuvenci. Apollonius Rhodius, λίπεν δ᾿ ὅγέ πατρὸς ἰφετμῇ Φθιην,… … Hofmann J. Lexicon universale
θεογάμια — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογάμια, τά (Α) γιορτή στη Σικελία για τον γάμο τής… … Dictionary of Greek
κεδρίον — κεδρίον, τὸ (Α) [κέδρος] 1. (στον ιστορικό Φανία) ως ετυμολογία τού κιτρίον 2. κεδρία* … Dictionary of Greek
Ερεσός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.097 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ερεσού Αντίσσης. Η Ε. είναι αρχαιότατος οικισμός. Στη θέση Βίγλα ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη, που φημιζόταν για το… … Dictionary of Greek
σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση … Dictionary of Greek
-phany — fənē, ni noun combining form ( es) Etymology: Late Greek phania, phaneia, from Greek phainein to show more at fancy : appearance : manifestation pneumatophany Satanophan … Useful english dictionary
menophania — /men oh fay nee euh/, n. Med. menarche. [1855 60; MENO + phania appearance < Gk, akin to phaínein to appear (see IA)] * * * ‖ menophania Phys. (mɛnəʊˈfeɪnɪə) [med.L., f. Gr. µηνο , µήν month + ϕανία appearance, ϕαίνειν to appear.] The first… … Useful english dictionary